φθόνος

φθόνος
ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν
το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία
αρχ.
1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια
2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος γυναῑκας [ἐστί]», Ευρ.)
3. στον πληθ. oἱ φθόνοι
φθονερά αισθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ουσ., δηλωτικό δράσης, ενέργειας, το οποίο έχει τη μορφή ενός μεταρρηματικού παρ. σχηματισμένου από την ετεροιωμένη βαθμίδα μιας ρίζας *φθεν- (πρβλ. πόνος: πένομαι, τρόπος: τρέπω). Κατά μία άποψη, το θ. *φθεν- μπορεί να αναχθεί σε μια μορφή *gwdh-en- τής ΙΕ ρίζας *gwedh- «σπρώχνω, πληγώνω, καταστρέφω» (πρβλ. λιθουαν. gendu, gesti «χάνομαι, καταστρέφομαι»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με έναν αβεστ. τ. α-γžō. nva-mna- «αυτός που δεν ελαττώνεται, αμείωτος» και να αναχθεί, επομένως, σε μια ρίζα—με αρκτικό ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό *gzwh- (πρβλ. φθείρω, φθίνω) όπως φαίνεται και από το σύμπλεγμα -γž- τού αβεστ. τ.— με σημ. «μειώνω», οπότε αρχικά η λ. φθόνος θα σήμαινε τη μείωση τής αξίας κάποιου, την υποτίμησή του από ζηλοφθονία. Ωστόσο, και οι δύο αυτές απόψεις, όπως και η σύνδεση με το ρ. θέσσασθαι «ζητώ με προσευχή, προσεύχομαι» (πρβλ. πόθος) δεν θεωρούνται πιθανές. Ο νεοελλ. τ. φτόνος έχει προέλθει με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, πρβλ. φθάνω: φτάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθόνος — φθόνος, ο και φτόνος, ο το να αισθάνεται κανείς λύπη για την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία, ζήλια, κακεντρέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθόνος — ill will masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνε — φθόνος ill will masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοι — φθόνος ill will masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοις — φθόνος ill will masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνον — φθόνος ill will masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνου — φθόνος ill will masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνους — φθόνος ill will masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”